- κρυψίνου
- κρυψίνουςhiding one's thoughtsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουλ(λ)ωχτός — και μολ(λ)ωχτός και μολ(λ)οχτός, ή, ό (Μ μουλ[λ]ωτός, ή, ό[ν]) [μουλ(λ)ώχνω] 1. σιωπηλός, άφωνος ακίνητος 2. αυτός που ενεργεί ύπουλα και αθόρυβα, κρυψίνους («μουλωχτό σκυλί») νεοελλ. παροιμ. «ο θεός να σέ φυλάει από μουλωχτό ποτάμι» λέγεται για… … Dictionary of Greek